ανοίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανοίγομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανοίγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈni.ɣo.me/
- ομόηχο: ανοίγομε
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νοί‐γο‐μαι
Ρήμα
ανοίγομαι, π.αόρ.: ανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ανοιγμένος, (ενεργ.: ανοίγω)
- παθητικές σημασίες του ανοίγω
- μόνο στην παθητική φωνή
- απομακρύνομαι από τη στεριά
- ↪ μην ανοίγεσαι πολύ γιατί η θάλασσα σήμερα είναι αγριεμένη
- ≈ συνώνυμα: ξανοίγομαι
- παίρνω ρίσκο στα οικονομικά μου προσθέτοντας νέες υποχρεώσεις
- ↪ ανοίχτηκε πολύ στις δουλειές του και καταστράφηκε
- ≈ συνώνυμα: ξανοίγομαι
- ανοίγω την καρδιά μου μιλώντας με ειλικρίνεια
- ↪ Εγώ του ανοίχτηκα, αλλά το μετάνιωσα. Άρχισε να με κουτσομπολεύει δεξιά κι αριστερά.
- απομακρύνομαι από τη στεριά
Κλίση
- → δείτε την κλίση στο ανοίγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.