ξανοίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksaˈni.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐νοί‐γο‐μαι
Ρήμα
ξανοίγομαι, π.αόρ.: ξανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ξανοιγμένος, (ενεργ.: ξανοίγω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξανοίγω
- παθητικές σημασίες του ξανοίγω
- κάνω μεγάλα οικονομικά ανοίγματα, ίσως μεγαλύτερα από όσα επιβάλλει η σύνεση, παίρνω ρίσκο
- απομακρύνομαι από τη στεριά και κολυμπάω (ή πάω με σκάφος) στα ανοιχτά
- ↪ το μεγάλο γλέντι άρχισε αφού το πλοίο είχε πλέον ξανοιχτεί στο πέλαγος
- ↪ να κολυμπάς εδώ κοντά και να μην ξανοίγεσαι, γιατί πιο μέσα έχει ρεύματα που δεν φαίνονται
Κλίση
- → δείτε τη λέξη ξανοίγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.