ξανοίγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ksaˈni.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξανοίγομαι

Ρήμα

ξανοίγομαι, π.αόρ.: ξανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ξανοιγμένος, (ενεργ.: ξανοίγω)

  • παθητική φωνή του ρήματος ξανοίγω
    1. παθητικές σημασίες του ξανοίγω
    2. κάνω μεγάλα οικονομικά ανοίγματα, ίσως μεγαλύτερα από όσα επιβάλλει η σύνεση, παίρνω ρίσκο
    3. απομακρύνομαι από τη στεριά και κολυμπάω (ή πάω με σκάφος) στα ανοιχτά
      το μεγάλο γλέντι άρχισε αφού το πλοίο είχε πλέον ξανοιχτεί στο πέλαγος
      να κολυμπάς εδώ κοντά και να μην ξανοίγεσαι, γιατί πιο μέσα έχει ρεύματα που δεν φαίνονται

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.