ανθόκρινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθόκρινο | τα | ανθόκρινα |
| γενική | του | ανθόκρινου | των | ανθόκρινων |
| αιτιατική | το | ανθόκρινο | τα | ανθόκρινα |
| κλητική | ανθόκρινο | ανθόκρινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈθo.kɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θό‐κρι‐νο
Μεταφράσεις
ανθόκρινο
|
Πηγές
- ανθόκρινο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.