κρινολούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρινολούλουδο | τα | κρινολούλουδα |
| γενική | του | κρινολούλουδου | των | κρινολούλουδων |
| αιτιατική | το | κρινολούλουδο | τα | κρινολούλουδα |
| κλητική | κρινολούλουδο | κρινολούλουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾi.noˈlu.lu.ðo/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.