ανθυπομειδίαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθυπομειδίαμα | τα | ανθυπομειδιάματα |
| γενική | του | ανθυπομειδιάματος | των | ανθυπομειδιαμάτων |
| αιτιατική | το | ανθυπομειδίαμα | τα | ανθυπομειδιάματα |
| κλητική | ανθυπομειδίαμα | ανθυπομειδιάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθυπομειδίαμα < ανθ- + υπομειδίαμα < (ελληνιστική κοινή) μειδίαμα < αρχαία ελληνική μειδιάω / μειδιῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)meyh₂-
Μεταφράσεις
ανθυπομειδίαμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.