υπομειδίαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπομειδίαμα | τα | υπομειδιάματα |
| γενική | του | υπομειδιάματος | των | υπομειδιαμάτων |
| αιτιατική | το | υπομειδίαμα | τα | υπομειδιάματα |
| κλητική | υπομειδίαμα | υπομειδιάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
υπομειδίαμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.