ανθρωπόμαζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωπόμαζα οι ανθρωπόμαζες
      γενική της ανθρωπόμαζας των ανθρωπομαζών
    αιτιατική την ανθρωπόμαζα τις ανθρωπόμαζες
     κλητική ανθρωπόμαζα ανθρωπόμαζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωπόμαζα < ανθρωπομάζα με μετακίνηση τόνου: ανθρωπό- + μάζα

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θɾoˈpo.ma.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθρωπόμαζα

Ουσιαστικό

ανθρωπόμαζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.