ανθρωποσύναξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποσύναξη οι ανθρωποσυνάξεις
      γενική της ανθρωποσύναξης των ανθρωποσυνάξεων
    αιτιατική την ανθρωποσύναξη τις ανθρωποσυνάξεις
     κλητική ανθρωποσύναξη ανθρωποσυνάξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωποσύναξη < ανθρωπο- + σύναξη

Ουσιαστικό

ανθρωποσύναξη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.