crowd
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | crowd |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | crowds |
| αόριστος | crowded |
| παθητική μετοχή | crowded |
| ενεργητική μετοχή | crowding |
crowd (en)
- στριμώχνομαι, γεμίζω ένα μέρος ώστε να υπάρχει λίγος χώρος για κίνηση
- (ανεπίσημο) πιέζω με την παρουσία μου, στέκομαι πολύ κοντά του και τον κάνω να νιώθει άβολα
- ↪ Don’t crowd me, give me time to think.
- Μη με πιέζεις, άσε μου χρόνο να σκεφτώ.
- ↪ Don’t crowd me, give me time to think.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.