ανθρωποκτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανθρωποκτονικός | η | ανθρωποκτονική | το | ανθρωποκτονικό |
| γενική | του | ανθρωποκτονικού | της | ανθρωποκτονικής | του | ανθρωποκτονικού |
| αιτιατική | τον | ανθρωποκτονικό | την | ανθρωποκτονική | το | ανθρωποκτονικό |
| κλητική | ανθρωποκτονικέ | ανθρωποκτονική | ανθρωποκτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανθρωποκτονικοί | οι | ανθρωποκτονικές | τα | ανθρωποκτονικά |
| γενική | των | ανθρωποκτονικών | των | ανθρωποκτονικών | των | ανθρωποκτονικών |
| αιτιατική | τους | ανθρωποκτονικούς | τις | ανθρωποκτονικές | τα | ανθρωποκτονικά |
| κλητική | ανθρωποκτονικοί | ανθρωποκτονικές | ανθρωποκτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανθρωποκτονικός < ανθρωποκτονία / ανθρωποκτόνος + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανθρωποκτονία, άνθρωπος και κτείνω
Μεταφράσεις
ανθρωποκτονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.