ανθοσμίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθοσμίας οι ανθοσμίες
      γενική του ανθοσμία των ανθοσμιών
    αιτιατική τον ανθοσμία τους ανθοσμίες
     κλητική ανθοσμία ανθοσμίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθοσμίας < αρχαία ελληνική ἀνθοσμίας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θoˈzmi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθοσμίας

Ουσιαστικό

ανθοσμίας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανθοσμίας -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.