ἀνθοσμίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνθοσμίᾱς | οἱ | ἀνθοσμίαι |
| γενική | τοῦ | ἀνθοσμίου | τῶν | ἀνθοσμιῶν |
| δοτική | τῷ | ἀνθοσμίᾳ | τοῖς | ἀνθοσμίαις |
| αιτιατική | τὸν | ἀνθοσμίᾱν | τοὺς | ἀνθοσμίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀνθοσμίᾱ | ἀνθοσμίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνθοσμίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθοσμίαιν | ||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀνθοσμίας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνθοσμίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.