ανθοδέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθοδέτης οι ανθοδέτες
      γενική του ανθοδέτη των ανθοδετών
    αιτιατική τον ανθοδέτη τους ανθοδέτες
     κλητική ανθοδέτη ανθοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθοδέτης < ανθο- + -δέτης

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θoˈðe.tis/

Ουσιαστικό

ανθοδέτης αρσενικό (θηλυκό ανθοδέτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ανθοδέσμες
  2. αυτός που γνωρίζει και εφαρμόζει την τέχνη της ανθοδετικής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.