ανθοδετική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοδετική οι ανθοδετικές
      γενική της ανθοδετικής των ανθοδετικών
    αιτιατική την ανθοδετική τις ανθοδετικές
     κλητική ανθοδετική ανθοδετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθοδετική < ανθοδέτης

Ουσιαστικό

ανθοδετική θηλυκό

  • η τεχνική κατασκευής ανθοδέσμης, από νωπά ή αποξηραμένα άνθη και μέρη φυτών ακολουθώντας σχέδια, αρμονία χρωμάτων και ρυθμούς παρουσίασης.

Σημειώσεις

  • σπουδαίες ανθοδετικές τεχνικές - επιλογές έχουν αναπτύξει οι Ιάπωνες.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.