ανεξοικείωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεξοικείωτος | η | ανεξοικείωτη | το | ανεξοικείωτο |
| γενική | του | ανεξοικείωτου | της | ανεξοικείωτης | του | ανεξοικείωτου |
| αιτιατική | τον | ανεξοικείωτο | την | ανεξοικείωτη | το | ανεξοικείωτο |
| κλητική | ανεξοικείωτε | ανεξοικείωτη | ανεξοικείωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεξοικείωτοι | οι | ανεξοικείωτες | τα | ανεξοικείωτα |
| γενική | των | ανεξοικείωτων | των | ανεξοικείωτων | των | ανεξοικείωτων |
| αιτιατική | τους | ανεξοικείωτους | τις | ανεξοικείωτες | τα | ανεξοικείωτα |
| κλητική | ανεξοικείωτοι | ανεξοικείωτες | ανεξοικείωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεξοικείωτος < αν- στερητικό + εξοικειώ(νω) + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εξοικειώνω και οίκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.