ανεκτύπωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκτύπωτος η ανεκτύπωτη το ανεκτύπωτο
      γενική του ανεκτύπωτου της ανεκτύπωτης του ανεκτύπωτου
    αιτιατική τον ανεκτύπωτο την ανεκτύπωτη το ανεκτύπωτο
     κλητική ανεκτύπωτε ανεκτύπωτη ανεκτύπωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκτύπωτοι οι ανεκτύπωτες τα ανεκτύπωτα
      γενική των ανεκτύπωτων των ανεκτύπωτων των ανεκτύπωτων
    αιτιατική τους ανεκτύπωτους τις ανεκτύπωτες τα ανεκτύπωτα
     κλητική ανεκτύπωτοι ανεκτύπωτες ανεκτύπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεκτύπωτος < αν- (στερητικό α-) + εκτυπ(ώνω) + -ωτος

Επίθετο

ανεκτύπωτος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.