ανεβατά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανεβατά
<
ανεβατός
Επίρρημα
ανεβατά
μόνον για κέντημα, το κέντησαν
ανεβατά
, δηλ. με
ανεβατό
(είδος κεντήματος)
Μεταφράσεις
ανεβατά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανεβατά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανεβατό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.