αναφυλαξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναφυλαξία | οι | αναφυλαξίες |
| γενική | της | αναφυλαξίας | των | αναφυλαξιών |
| αιτιατική | την | αναφυλαξία | τις | αναφυλαξίες |
| κλητική | αναφυλαξία | αναφυλαξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναφυλαξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anaphylaxie < αρχαία ελληνική ἀνά + φύλαξις
Ουσιαστικό
αναφυλαξία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.