αναφιλητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναφιλητό τα αναφιλητά
      γενική του αναφιλητού των αναφιλητών
    αιτιατική το αναφιλητό τα αναφιλητά
     κλητική αναφιλητό αναφιλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναφιλητό < ίσως από την αρχαία ελληνική ἀναφλύω (κοχλάζω) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.fi.liˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναφιλητό

Ουσιαστικό

αναφιλητό ουδέτερο

  1. το έντονο κλάμα, οι λυγμοί, όταν με το κλάμα τραντάζεται όλο το κορμί
      Ρίχτηκε καταγής στα χόρτα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια κι έκλαψε με αναφιλητά που τάραζαν όλο του το κορμί. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
      Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι, το κορίτσι μου βουλιάζει, το σκεπάζει τ’ αναφιλητό. (τραγούδι "Το Μεθυσμένο Κορίτσι", στίχοι Μάνου Χατζιδάκι)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.