ανατρέψιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανατρέψιμος | η | ανατρέψιμη | το | ανατρέψιμο |
| γενική | του | ανατρέψιμου | της | ανατρέψιμης | του | ανατρέψιμου |
| αιτιατική | τον | ανατρέψιμο | την | ανατρέψιμη | το | ανατρέψιμο |
| κλητική | ανατρέψιμε | ανατρέψιμη | ανατρέψιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανατρέψιμοι | οι | ανατρέψιμες | τα | ανατρέψιμα |
| γενική | των | ανατρέψιμων | των | ανατρέψιμων | των | ανατρέψιμων |
| αιτιατική | τους | ανατρέψιμους | τις | ανατρέψιμες | τα | ανατρέψιμα |
| κλητική | ανατρέψιμοι | ανατρέψιμες | ανατρέψιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανατρέψιμος < ανατρέπω
Επίθετο
ανατρέψιμος
- αυτός που ίσως μπορεί κάποιος να τον ανατρέψει, που υπάρχει η δυνατότητα να ανατραπεί
- Μη στενοχωριέσαι. Το 1-0 είναι εύκολα ανατρέψιμο. Θα δεις στην έδρα μας!
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανατρέψιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.