ανασυγκροτώ

Νέα ελληνικά (el)


Ετυμολογία

ανασυγκροτώ < λόγια λέξη από την αρχαία ελληνική ἀνά και συγκροτέω-συγκροτῶ

Ρήμα

ανασυγκροτώ (παθητικό: ανασυγκροτούμαι)

  1. συγκροτώ εκ νέου, ανασυνθέτω, ανασυντάσσω δυνάμεις για να επιτεθώ
    οι ομάδες των χούλιγκαν ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν...
  2. προχωρώ σε μεγάλη αναδιάρθρωση
    παράνομο το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο ανασυγκροτήθηκαν οι Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών
    Τότε η Ανατολική Γερμανία, αλλά και όλος ο τέως Ανατολικός Συνασπισμός άρχισαν να ανασυγκροτούνται υπό όρους καπιταλιστικής αγοράς
  3. αναδιοργανώνομαι, γίνομαι δυναμικός
    ανασυγκροτήθηκε η αριστερή πτέρυγα και πιέζει τους κεντρώους του κόμματος
    διεκδικεί τίτλο τώρα που ανασυγκροτήθηκε η ΠΑΕ...
    ανασυγκρότησε το επιτελείο του ο..

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.