ανασυνθέτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασυνθέτω < ανά και συνθέτω

Ρήμα

ανασυνθέτω

  1. ξανασυνθέτω, κρατώ βασικά στοιχεία από ένα υλικό αλλά δίνω νέα μορφή ή νέα δομή, ανασχηματίζω
    ανασυνέθεσε το σκηνικό /τη σονάτα/ τα επιμέρους κοινωνικά αιτήματα / την αντίκα μοτοσικλέτα /
  2. αναπαριστώ, ξαναζωντανεύω, δομώ κομμάτι-κομμάτι ένα μωσαϊκό που σχηματίζει μια πλήρη εικόνα από το παρελθόν
    ανασυνέθεσε την ιστορία των καπνοπαραγωγών από τα αρχεία του ΙΚΑ
    οι ερευνητές ανασυνθέτουν την ιστορική «πορεία» των κυκλώνων χρησιμοποιώντας στοιχεία...

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.