ανασυντάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασυντάσσω < αρχαία ελληνική ἀνασυντάσσω
Ρήμα
ανασυντάσσω (παθητικό: ανασυντάσσομαι)
- αναδιοργανώνω κάτι που είχε αποδιοργανωθεί (τις δυνάμεις μου, τις δυνάμεις στρατού)
- βελτιώνω κάτι συντακτικά και λεκτικά, το αναμορφώνω, το ξαναγράφω
Συγγενικά
- ανασύνταξη
- ανασυνταγμένος και ανασυντεταγμένος
- ανασυντασσόμενος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανασυντάσσω | ανασυνέτασσα | θα ανασυντάσσω | να ανασυντάσσω | ανασυντάσσοντας | |
| β' ενικ. | ανασυντάσσεις | ανασυνέτασσες | θα ανασυντάσσεις | να ανασυντάσσεις | ανασύντασσε | |
| γ' ενικ. | ανασυντάσσει | ανασυνέτασσε | θα ανασυντάσσει | να ανασυντάσσει | ||
| α' πληθ. | ανασυντάσσουμε | ανασυντάσσαμε | θα ανασυντάσσουμε | να ανασυντάσσουμε | ||
| β' πληθ. | ανασυντάσσετε | ανασυντάσσατε | θα ανασυντάσσετε | να ανασυντάσσετε | ανασυντάσσετε | |
| γ' πληθ. | ανασυντάσσουν(ε) | ανασυνέτασσαν ανασυντάσσαν(ε) |
θα ανασυντάσσουν(ε) | να ανασυντάσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανασυνέταξα | θα ανασυντάξω | να ανασυντάξω | ανασυντάξει | ||
| β' ενικ. | ανασυνέταξες | θα ανασυντάξεις | να ανασυντάξεις | ανασύνταξε | ||
| γ' ενικ. | ανασυνέταξε | θα ανασυντάξει | να ανασυντάξει | |||
| α' πληθ. | ανασυντάξαμε | θα ανασυντάξουμε | να ανασυντάξουμε | |||
| β' πληθ. | ανασυντάξατε | θα ανασυντάξετε | να ανασυντάξετε | ανασυντάξτε | ||
| γ' πληθ. | ανασυνέταξαν ανασυντάξαν(ε) |
θα ανασυντάξουν(ε) | να ανασυντάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανασυντάξει | είχα ανασυντάξει | θα έχω ανασυντάξει | να έχω ανασυντάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανασυντάξει | είχες ανασυντάξει | θα έχεις ανασυντάξει | να έχεις ανασυντάξει | έχε ανασυντεταγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ανασυντάξει | είχε ανασυντάξει | θα έχει ανασυντάξει | να έχει ανασυντάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανασυντάξει | είχαμε ανασυντάξει | θα έχουμε ανασυντάξει | να έχουμε ανασυντάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανασυντάξει | είχατε ανασυντάξει | θα έχετε ανασυντάξει | να έχετε ανασυντάξει | έχετε ανασυντεταγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ανασυντάξει | είχαν ανασυντάξει | θα έχουν ανασυντάξει | να έχουν ανασυντάξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανασυντεταγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανασυντεταγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανασυντεταγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανασυντεταγμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανασυντάσσομαι | ανασυντασσόμουν(α) | θα ανασυντάσσομαι | να ανασυντάσσομαι | ||
| β' ενικ. | ανασυντάσσεσαι | ανασυντασσόσουν(α) | θα ανασυντάσσεσαι | να ανασυντάσσεσαι | ανασυντάσσου | |
| γ' ενικ. | ανασυντάσσεται | ανασυντασσόταν(ε) | θα ανασυντάσσεται | να ανασυντάσσεται | ||
| α' πληθ. | ανασυντασσόμαστε | ανασυντασσόμαστε ανασυντασσόμασταν |
θα ανασυντασσόμαστε | να ανασυντασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανασυντάσσεστε | ανασυντασσόσαστε ανασυντασσόσασταν |
θα ανασυντάσσεστε | να ανασυντάσσεστε | ανασυντάσσεστε | |
| γ' πληθ. | ανασυντάσσονται | ανασυντάσσονταν ανασυντασσόντουσαν |
θα ανασυντάσσονται | να ανασυντάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανασυντάχθηκα | θα ανασυνταχθώ | να ανασυνταχθώ | ανασυνταχθεί | ||
| β' ενικ. | ανασυντάχθηκες | θα ανασυνταχθείς | να ανασυνταχθείς | ανασυντάξου | ||
| γ' ενικ. | ανασυντάχθηκε | θα ανασυνταχθεί | να ανασυνταχθεί | |||
| α' πληθ. | ανασυνταχθήκαμε | θα ανασυνταχθούμε | να ανασυνταχθούμε | |||
| β' πληθ. | ανασυνταχθήκατε | θα ανασυνταχθείτε | να ανασυνταχθείτε | ανασυνταχθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανασυντάχθηκαν ανασυνταχθήκαν(ε) |
θα ανασυνταχθούν(ε) | να ανασυνταχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανασυνταχθεί | είχα ανασυνταχθεί | θα έχω ανασυνταχθεί | να έχω ανασυνταχθεί | ανασυντεταγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανασυνταχθεί | είχες ανασυνταχθεί | θα έχεις ανασυνταχθεί | να έχεις ανασυνταχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανασυνταχθεί | είχε ανασυνταχθεί | θα έχει ανασυνταχθεί | να έχει ανασυνταχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανασυνταχθεί | είχαμε ανασυνταχθεί | θα έχουμε ανασυνταχθεί | να έχουμε ανασυνταχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανασυνταχθεί | είχατε ανασυνταχθεί | θα έχετε ανασυνταχθεί | να έχετε ανασυνταχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανασυνταχθεί | είχαν ανασυνταχθεί | θα έχουν ανασυνταχθεί | να έχουν ανασυνταχθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.