regroup
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | regroup |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | regroups |
| αόριστος | regrouped |
| παθητική μετοχή | regrouped |
| ενεργητική μετοχή | regrouping |
Ρήμα
regroup (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσομαι, κανονίζω τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονται οι άνθρωποι ή οι στρατιώτες με έναν νέο τρόπο, ειδικά για να συνεχίσουν να πολεμούν ή να επιτίθενται σε κάποιον
- ↪ The demonstrators regrouped and attacked.
- Οι διαδηλωτές ανασυντάχτηκαν και επιτέθηκαν.
- ↪ The demonstrators regrouped and attacked.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.