πειραματικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πειραματικά < πειραματικός + -ά
Μεταφράσεις
πειραματικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πειραματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πειραματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.