αναστρέφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναστρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναστρέφω

Ρήμα

αναστρέφομαι

  • αναποδογυρίζομαι
  • επιστρέφω στην προηγούμενη ομαλή κατάσταση, διορθώνομαι
    είναι δύσκολο να αναστραφεί το δυσμενές εις βάρος μας κλίμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.