αναστηλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναστηλωτικός | η | αναστηλωτική | το | αναστηλωτικό |
| γενική | του | αναστηλωτικού | της | αναστηλωτικής | του | αναστηλωτικού |
| αιτιατική | τον | αναστηλωτικό | την | αναστηλωτική | το | αναστηλωτικό |
| κλητική | αναστηλωτικέ | αναστηλωτική | αναστηλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναστηλωτικοί | οι | αναστηλωτικές | τα | αναστηλωτικά |
| γενική | των | αναστηλωτικών | των | αναστηλωτικών | των | αναστηλωτικών |
| αιτιατική | τους | αναστηλωτικούς | τις | αναστηλωτικές | τα | αναστηλωτικά |
| κλητική | αναστηλωτικοί | αναστηλωτικές | αναστηλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναστηλωτικός < αναστηλώνω
Επίθετο
αναστηλωτικός
- σχετικός με την αναστήλωση, τις σχετικές εργασίες για την αποκατάσταση μνημείου
- (σπάνια) σχετικός με την αναστήλωση των εικόνων
Μεταφράσεις
αναστηλωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.