ανασκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασκοπώ < αρχαία ελληνική ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ
Συγγενικά
- ανασκόπηση
- → δείτε τις λέξεις ανά και σκοπός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανασκοπώ | ανασκοπούσα | θα ανασκοπώ | να ανασκοπώ | ανασκοπώντας | |
| β' ενικ. | ανασκοπείς | ανασκοπούσες | θα ανασκοπείς | να ανασκοπείς | (ανασκόπει) | |
| γ' ενικ. | ανασκοπεί | ανασκοπούσε | θα ανασκοπεί | να ανασκοπεί | ||
| α' πληθ. | ανασκοπούμε | ανασκοπούσαμε | θα ανασκοπούμε | να ανασκοπούμε | ||
| β' πληθ. | ανασκοπείτε | ανασκοπούσατε | θα ανασκοπείτε | να ανασκοπείτε | ανασκοπείτε | |
| γ' πληθ. | ανασκοπούν(ε) | ανασκοπούσαν(ε) | θα ανασκοπούν(ε) | να ανασκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανασκόπησα | θα ανασκοπήσω | να ανασκοπήσω | ανασκοπήσει | ||
| β' ενικ. | ανασκόπησες | θα ανασκοπήσεις | να ανασκοπήσεις | ανασκόπησε | ||
| γ' ενικ. | ανασκόπησε | θα ανασκοπήσει | να ανασκοπήσει | |||
| α' πληθ. | ανασκοπήσαμε | θα ανασκοπήσουμε | να ανασκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανασκοπήσατε | θα ανασκοπήσετε | να ανασκοπήσετε | ανασκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | ανασκόπησαν ανασκοπήσαν(ε) |
θα ανασκοπήσουν(ε) | να ανασκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανασκοπήσει | είχα ανασκοπήσει | θα έχω ανασκοπήσει | να έχω ανασκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανασκοπήσει | είχες ανασκοπήσει | θα έχεις ανασκοπήσει | να έχεις ανασκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανασκοπήσει | είχε ανασκοπήσει | θα έχει ανασκοπήσει | να έχει ανασκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανασκοπήσει | είχαμε ανασκοπήσει | θα έχουμε ανασκοπήσει | να έχουμε ανασκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανασκοπήσει | είχατε ανασκοπήσει | θα έχετε ανασκοπήσει | να έχετε ανασκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανασκοπήσει | είχαν ανασκοπήσει | θα έχουν ανασκοπήσει | να έχουν ανασκοπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.