αναπολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναπολώ < αρχαία ελληνική ἀναπολέω / ἀναπολῶ < ἀνά + πολέω < πέλω
Ρήμα
αναπολώ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αναπόληση
- αναπολητικός
- αναπολούμενος
- αναπολών
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.