ανασκολοπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασκολοπισμός οι ανασκολοπισμοί
      γενική του ανασκολοπισμού των ανασκολοπισμών
    αιτιατική τον ανασκολοπισμό τους ανασκολοπισμούς
     κλητική ανασκολοπισμέ ανασκολοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασκολοπισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνασκολοπισμός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.sko.lo.piˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανασκολοπισμός

Ουσιαστικό

ανασκολοπισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.