αναρωτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναρωτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναρωτῶ > αρχαία ελληνική ἀνερωτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀνερωτάω με επανεισαγωγή του ανά.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ανα- + ρωτάω / ρωτώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ɾoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναρωτώ

Ρήμα

αναρωτάω/αναρωτώ, αόρ.: αναρώτησα/αναρώτηξα, παθ.φωνή: αναρωτιέμαι/αναρωτιούμαι, π.αόρ.: αναρωτήχτηκα, μτχ.π.π.: αναρωτημένος

Παροιμίες

  • αναρώτα κι αναρώτα, καλοφαγωμέν' η κότα (για όσους ερευνούν αδέξια)

Συγγενικά

Κλίση

Ενεργητική φωνή: αόριστος: αναρώτησα και αναρώτηξα  δείτε και τη λέξη ανερώτησα

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανερωτώ -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.