επανεισαγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανεισαγωγή οι επανεισαγωγές
      γενική της επανεισαγωγής των επανεισαγωγών
    αιτιατική την επανεισαγωγή τις επανεισαγωγές
     κλητική επανεισαγωγή επανεισαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανεισαγωγή < επαν- + εισαγωγή

Ουσιαστικό

επανεισαγωγή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.