αναπροσανατολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπροσανατολισμός οι αναπροσανατολισμοί
      γενική του αναπροσανατολισμού των αναπροσανατολισμών
    αιτιατική τον αναπροσανατολισμό τους αναπροσανατολισμούς
     κλητική αναπροσανατολισμέ αναπροσανατολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπροσανατολισμός < αναπροσανατολίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorientation)

Ουσιαστικό

αναπροσανατολισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.