αναξιοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναξιοπιστία | οι | αναξιοπιστίες |
| γενική | της | αναξιοπιστίας | των | αναξιοπιστιών |
| αιτιατική | την | αναξιοπιστία | τις | αναξιοπιστίες |
| κλητική | αναξιοπιστία | αναξιοπιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
αναξιοπιστία < αναξιόπιστος
Ουσιαστικό
αναξιοπιστία θηλυκό
- η ιδιότητα ατόμου που σε κάνει να μη στηρίζεσαι στις υποσχέσεις του λόγω διαπιστωμένης ασυνέπειας ή και εξαιτίας ανακολουθιών, αντιφατικών δηλώσεών του, πισωγυρισμάτων στη συμπεριφορά του, ψεμάτων κ.λπ.
- Κύριε πρόεδρε, η μάρτυρας άλλαξε τρεις φορές την κατάθεσή της κατά την προανάκριση, είναι πλέον τεκμηριωμένη η αναξιοπιστία της και η μαρτυρία της θα πρέπει να μη ληφθεί υπόψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.