ανανταπόδοτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανανταπόδοτος | η | ανανταπόδοτη | το | ανανταπόδοτο |
| γενική | του | ανανταπόδοτου | της | ανανταπόδοτης | του | ανανταπόδοτου |
| αιτιατική | τον | ανανταπόδοτο | την | ανανταπόδοτη | το | ανανταπόδοτο |
| κλητική | ανανταπόδοτε | ανανταπόδοτη | ανανταπόδοτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανανταπόδοτοι | οι | ανανταπόδοτες | τα | ανανταπόδοτα |
| γενική | των | ανανταπόδοτων | των | ανανταπόδοτων | των | ανανταπόδοτων |
| αιτιατική | τους | ανανταπόδοτους | τις | ανανταπόδοτες | τα | ανανταπόδοτα |
| κλητική | ανανταπόδοτοι | ανανταπόδοτες | ανανταπόδοτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανανταπόδοτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνανταπόδοτος < α στερητικό και ἀνταποδίδω
Επίθετο
ανανταπόδοτος
- που δεν ανταποδόθηκε ή και που δεν μπορεί να ανταποδοθεί
- (συντακτικό) χαρακτηρισμός σχήματος σε υποθετικές προτάσεις (ανανταπόδοτο σχήμα), όπου σε δύο διαδοχικές υποθετικές προτάσεις παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη η απόδοση της πρώτης (π.χ. αν προλάβετε το τρένο των 8, αν δεν το προλάβετε θα περιμένω άλλη μία ώρα, δηλαδή θα περιμένω ούτως ή άλλως αν προλάβετε το τρένο των 8, αλλά θα περιμένω αν πάρετε και των 9)
Μεταφράσεις
ανανταπόδοτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.