αναληπτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναληπτέος | η | αναληπτέα | το | αναληπτέο |
| γενική | του | αναληπτέου | της | αναληπτέας | του | αναληπτέου |
| αιτιατική | τον | αναληπτέο | την | αναληπτέα | το | αναληπτέο |
| κλητική | αναληπτέε | αναληπτέα | αναληπτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναληπτέοι | οι | αναληπτέες | τα | αναληπτέα |
| γενική | των | αναληπτέων | των | αναληπτέων | των | αναληπτέων |
| αιτιατική | τους | αναληπτέους | τις | αναληπτέες | τα | αναληπτέα |
| κλητική | αναληπτέοι | αναληπτέες | αναληπτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναληπτέος < αρχαία ελληνική ἀναληπτέον (ἐστί)
Επίθετο
αναληπτέος, -α, -ο
- που πρέπει να αναληφθεί
- αναληπτέα δράση (οι ενέργειες που να γίνουν)
- αναληπτέο ποσό (χρηματικό ποσό που πρέπει η τράπεζα να δώσει στον καταθέτη που ζητεί να κάνει ανάληψη)
Μεταφράσεις
αναληπτέος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.