ανακλαστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανακλαστήρας οι ανακλαστήρες
      γενική του ανακλαστήρα των ανακλαστήρων
    αιτιατική τον ανακλαστήρα τους ανακλαστήρες
     κλητική ανακλαστήρα ανακλαστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακλαστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réflecteur

Ουσιαστικό

ανακλαστήρας αρσενικό

  1. επιφάνεια που αντανακλά κάποιο είδος ακτινοβολίας
  2. (ειδικότερα) εξάρτημα που τοποθετείται σε οχήματα ή ενδυμασίες και αντανακλά κάποιες συχνότητες φωτός για να γνωστοποιεί την ύπαρξη του οχήματος στους οδηγούς άλλων οχημάτων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.