αναιρέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναιρέτης | οι | αναιρέτες |
| γενική | του | αναιρέτη | των | αναιρετών |
| αιτιατική | τον | αναιρέτη | τους | αναιρέτες |
| κλητική | αναιρέτη | αναιρέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναιρέτης < αρχαία ελληνική ἀναιρέτης (φονέας, καταστροφέας)
Ουσιαστικό
αναιρέτης αρσενικό
- που εμποδίζει, καταστρέφει (σπάνια χρήση)
- Χαίρε των απιστούντων, ο ταχύ αναιρέτης (κοντάκιο από τους Χαιρετισμούς στον Πανάγιο Τάφο)
- αστρολογικός όρος για τον πλανήτη που οι αστρολόγοι πιστεύουν ότι μπορεί να επηρεάσει το θάνατο ενός ατόμου και ο οποίος θεωρείται αντίθετος του θετικού αφέτη (στα λατινικά anareta και anaereta από την αρχαιοελληνική λέξη ἀναιρέτης)
Μεταφράσεις
αναιρέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.