αφέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφέτης | οι | αφέτες |
| γενική | του | αφέτη | των | αφετών |
| αιτιατική | τον | αφέτη | τους | αφέτες |
| κλητική | αφέτη | αφέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφέτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφέτης[1] < ἀφίημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φέ‐της
Ουσιαστικό
αφέτης αρσενικό
Μεταφράσεις
αφέτης
|
|
Αναφορές
- αφέτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.