αναβαθμολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναβαθμολογώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναβαθμολογώ

  • βαθμολογώ εκ νέου, ιδίως επειδή οι προηγούμενες βαθμολογίες από διαφορετικούς βαθμολογητές είχαν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.