ανίσως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανίσως < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνίσως < φράση ἂν ἴσως
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈni.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νί‐σως
- τονικό παρώνυμο: άνισος
Σύνδεσμος
ανίσως (υποθετικός σύνδεσμος)
- (σπάνιο) σύνδεσμος που δηλώνει μείωση των πιθανοτήτων κατά τη γνώμη του ομιλητή
- σε δευτερύουσες προτάσεις: ενδεχομένως
- ↪ έκφραση: κι ανίσως
- → χρειάζεται παράθεμα
- σε πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις μήπως, αν
- ↪ ρώτα τον ανίσως θέλει να...
- σε δευτερύουσες προτάσεις: ενδεχομένως
Πηγές
- ανίσως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.