ἀνήκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀνήκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀνήκω
- έχω φθάσει σ' ένα σημείο, ανέρχομαι
- ανήκω, είμαι σωστός ή κατάλληλος
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἰατρὸς ἄτεχνος, 310.1
- οὗτος ὁ μῦθος δύναται πρὸς τούτους ἀνήκειν, οἵτινες ἃ οὐκ οἴδασιν ἐπαγγέλλονται.
- Ο μύθος αυτός μπορεί να ταιριάξει γάντι σε όσους επιχειρούν να εξασκήσουν επάγγελμα που δεν το γνωρίζουν.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο κομπογιαννίτης γιατρός.
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἰατρὸς ἄτεχνος, 310.1
- επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Θεαίτητος, 196b @scaife.perseus
- οὐκοῦν εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀνήκει λόγους;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Θεαίτητος, 196b @scaife.perseus
Εκφράσεις
- τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀνήκει: ανέρχεται στο τίποτα, δεν σημαίνει τίποτε
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 104.2
- καὶ τοῦτο μὲν ἐς οὐδὲν ἀνήκει· εἰσὶ γὰρ καὶ ἕτεροι τοιοῦτοι
- αν και αυτό δεν σημαίνει τίποτε, γιατί και άλλοι άνθρωποι είναι έτσι
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἀνήκω ἐς τὰ μέγιστα: φθάνω στο υψηλότερο σημείο
- τὸ ἀνῆκον: αυτό που είναι αρμόζον και πρέπον
Παράγωγα
- ἐπανήκω
- συνανήκω
- συνεπανήκω
Πηγές
- ἀνήκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνήκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.