αππαρθενεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αππαρθενεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπαρθενεύω,[1] / *ἀππαρτενεύω (16ος, 17ος αιώνας) με τροπή [t] > [θ] πιθανόν από επίδραση του παρθένος < ιταλική appartenere (ανήκω) < υστερολατινική appartinere < λατινική partineo (συχνά παρετυμολογείται από το παρθένος / παρθένα)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /apːaɾθeˈnevo/ (ενδεικτική προφορά με διπλό σύμφωνο [pː] - διαφορετικές παραλλαγές σε κάθε περιοχή)

Ρήμα

αππαρθενεύω

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο)
    1. ανήκω σε κάποιον (για πράγματα που ανήκουν σε ένα πρόσωπο, που τα έχει στην κατοχή του)
    2. αρμόζω

Μορφές

  • αππαρθενεύω (Ζάκυνθος, Ήπειρας, Θράκη, Κρήτη, Κύθηρα, Μακεδονία, Σαντορίνη, και αλλού)
  • απαρθενεύω
  • αππαρθενεύγω (Κρήτη, Κύθνος, Μεγίστη, Σαντορίνη)
  • 'παρτενεύγω (Μεγίστη)
  • 'παρθενεύω (μεσαιωνικό & Άνδρος, Βιθυνία, Δημητσάνα (Πελοπόννησος), Καππαδοκία, Κρήτη, Κωνστανινούπολη, Κως, Νίσυρος, Πόντος, Στερεά Ελλάδα)
  • και άλλες προφορές
  • απαρθενίζω (Κεφαλονιά)

Αναφορές

  1. σελ.365, Τόμος 14 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

Πηγές

  • «ἀππαρθενεύω», τόμος 2, 1939 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.