ανάκρουση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάκρουση | οι | ανακρούσεις |
| γενική | της | ανάκρουσης* | των | ανακρούσεων |
| αιτιατική | την | ανάκρουση | τις | ανακρούσεις |
| κλητική | ανάκρουση | ανακρούσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακρούσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκρουση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκρουσις
Ουσιαστικό
ανάκρουση θηλυκό
- η εκτέλεση εμβατηρίου ή άλλου ανάλογου μουσικού κομματιού
- ※ Αμέσως μετά έγινε η ανάκρουση των εθνικών ύμνων και των δύο χωρών, ενώ οι εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς παρουσίαζαν όπλα. (από άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 Νοεμβρίου 2009)
- η κίνηση προς τα πίσω ενός πυροβόλου όπλου κατά τη βολή
- η προς τα πίσω κίνηση της λέμβου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανάκρουση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.