upbringing
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
upbringing (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η ανατροφή, ο τρόπος με τον οποίο φροντίζεται ένα παιδί και διδάσκεται πώς να συμπεριφέρεται όσο μεγαλώνει
- ↪ She gave up her job to take care of her children’s upbringing.
- Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών της.
- ↪ Someone has a good/bad upbringing.
- Έχει/πήρε κάποιος καλή/κακή ανατροφή.
- ↪ She gave up her job to take care of her children’s upbringing.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.