ανάγλυφα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάγλυφα < ανάγλυφος +

Επίρρημα

ανάγλυφα

  1. με ανάγλυφο τρόπο
  2. με διαύγεια
     συνώνυμα: ζωηρά, παραστατικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.