superficially

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός superficially
συγκριτικός more superficially
υπερθετικός most superficially

Ετυμολογία

superficially < superficial + -ly

Επίρρημα

superficially (en)

  • επιφανειακά, ακροθιγώς, με τρόπο που δεν είναι σοβαρός ή σημαντικός και είναι χωρίς καμία κατανόηση ή συναίσθημα
    Topics that are important for science and our lives I will present briefly but not superficially.
    Θέματα που είναι σημαντικά για την επιστήμη και την ζωή μας θα τα παρουσιάσω σύντομα αλλά όχι επιφανειακά.
    We discussed many topics superficially.
    Ακροθιγώς συζητήσαμε πολλά θέματα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.