εκάτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | εκάτερος | εκάτερη & εκατέρα |
εκάτερο | |||
| γενική | εκάτερου | εκάτερης | εκάτερου | |||
| αιτιατική | εκάτερο | εκάτερη | εκάτερο | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | εκάτεροι | εκάτερες | εκάτερα | |||
| γενική | εκάτερων | εκάτερων | εκάτερων | |||
| αιτιατική | εκάτερους | εκάτερες | εκάτερα | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- εκάτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον < ἕκαστος + -τερος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; < *ἕκαστις < ἑκάς + τίς (κάποιος) < ἕ + -κᾰ́ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈka.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κά‐τε‐ρος
Επίθετο
εκάτερος, εκάτερη/εκατέρα, εκάτερο(ν) (επιμεριστική αντωνυμία από τα αρχαία ελληνικά)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.