αμπελόβεργα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμπελόβεργα | οι | αμπελόβεργες |
| γενική | της | αμπελόβεργας | των | αμπελοβεργών |
| αιτιατική | την | αμπελόβεργα | τις | αμπελόβεργες |
| κλητική | αμπελόβεργα | αμπελόβεργες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κληματόβεργα
Μεταφράσεις
αμπελόβεργα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.