αμμοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμμοθεραπεία | οι | αμμοθεραπείες |
| γενική | της | αμμοθεραπείας | των | αμμοθεραπειών |
| αιτιατική | την | αμμοθεραπεία | τις | αμμοθεραπείες |
| κλητική | αμμοθεραπεία | αμμοθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμμοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) η θεραπεία διαφόρων ασθενειών ή παθήσεων που γίνεται με αμμόλουτρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
